Thursday, October 20, 2005

ΓΙΑ ΙΕΚ 3ο μάθημα: Η Βυζαντινή τέχνη (μέσα 3ου- μέσα 15ου)

Εισαγωγή
Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς πότε ακριβώς αρχινά η Βυζαντινή περίοδος. Οι ίδιοι οι βυζαντινοί ακόμα και εάν είχαν ασπαστεί τη νέα θρησκεία του Χριστιανισμού θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές και κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο Ρωμαίο. Ωστόσο η νέα θρησκεία είναι αυτό που διαχωρίζει το Βυζάντιο από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Για αυτό το λόγο κάποιοι ιστορικοί τοποθετούν την έναρξη της βυζαντινής ιστορίας στο 311μ.Χ. όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αναγνώρισε επίσημα τη Χριστιανική θρησκεία και σε μεγάλο βαθμό σταμάτησαν οι διωγμοί. Άλλοι τοποθετούν την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου στο 324μ.Χ.. Τότε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα σε ένα άγνωστο χωρίο το Βυζάντιο και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη ώστε να απομακρυνθεί από το ειδωλολατρικό παρελθόν της Ρώμης αλλά και να ελέγχει καλύτερα το διευρυμένο ανατολικό μέρος των κτίσεων του. Μερικοί τέλος θεωρούν ότι το Βυζάντιο ξεκινά το 395 μ.Χ. όταν ο Θεοδόσιος Α’ κληροδότησε στους γιους του διαιρεμένη την Αυτοκρατορία με πρωτεύουσες τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Το τέλος αντίθετα του Βυζαντίου εύκολα τοποθετείται στο 1453 μ.Χ. στην άλωση δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Λίγοι είναι οι ιστορικοί που θέλουν να επεκτείνουν τη βυζαντινή ιστορία ώστε να συμπεριλάβουν σ’ αυτήν το Δεσποτάτο του Μορέως (1460μ.Χ.)
Η Βυζαντινή περίοδος χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους, κατά τις οποίες η τέχνη γνώρισε σημαντικές αλλαγές επηρεασμένη από τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.
α) Ίδρυση Κωνσταντινούπολης (324 μ.Χ.)-Εικονομαχία (720μ.Χ.): Οι αρχές της Βυζαντινής τέχνης
β) Εικονοκλαστική Κρίση (720μ.Χ. –843 μ.Χ.): Στροφή στην τέχνη
γ)Δυναστεία Μακεδόνων-Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204): Βυζαντινός κλασικισμός
δ) Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1204-1453): Η τελευταία αναλαμπή της βυζαντινής τέχνης
Οι τέχνες που καλλιεργήθηκαν περισσότερο μέσα σε αυτή την περίοδο είναι η αρχιτεκτονική (εκκλησιών, ανακτόρων) και η ζωγραφική (τοιχογραφία, ψηφιδωτό, μικρογραφίες χειρογράφων) και λιγότερο η γλυπτική.

Γενικά:
Γλυπτική
Μέσα σε αυτό το πνεύμα περιορίστηκε η χρήση της γλυπτικής. Τα ιερά του Χριστιανισμού έπρεπε να διαφέρουν όσος το δυνατό περισσότερο από τους ναούς του δωδεκάθεου. Πίστευαν, λοιπόν, ότι εάν στο ναό υπήρχαν αγάλματα θα προκαλούσαν σύγχυση στους πρόσφατα προσηλυτισμένους ειδωλολάτρες. Δεν θα συνειδητοποιούσαν τις φιλοσοφικές διαφορές της χριστιανικής θρησκείας από το ολυμπιακό δωδεκάθεο και θα κατέληγαν να λατρεύουν τα αγάλματα σαν να ήταν αυτά οι πραγματικοί θεοί. Για τους λόγους αυτούς η γλυπτική σε κοσμικές χρήσεις οι οποίες είχαν μεγάλη παράδοση από τα ρωμαϊκά χρόνια. Εξακολουθούσαν δηλαδή να κατασκευάζουν αυτοκρατορικούς ανδριάντες, αγάλματα αξιωματούχων και τιμητικές στήλες. Μέσα στα θρησκευτικά πλαίσια η γλυπτική χρησιμοποιείται με τη μορφή του ανάγλυφου στη διακόσμηση κιόνων και κιονόκρανων (αρχιτεκτονική γλυπτική), σαρκοφάγων ή επιτύμβιων πλακών.

Ψηφιδωτό
Η τέχνη του ψηφιδωτού είναι η τέχνη που αναπτύχθηκε και χαρακτήρισε τη Βυζαντινή περίοδο. Πρέπει να διακρίνουμε σαφώς το ψηφιδωτό από το μωσαϊκό που από παλιότερα στόλιζε τα δάπεδα των πολυτελών οικείων και των ναών όχι μόνο των Ρωμαίων αλλά και των αρχαίων Ελλήνων ( Δήλος, Πομπηία κτλ). Το μωσαϊκό φτιάχνεται από μαρμάρινους κύβους και χρωματιστούς λίθους. Αντίθετα, το ψηφιδωτό από σμάλτο ήταν μια σχετικά πρόσφατη τεχνική. Ανακαλύφθηκε γύρω στον 1ο μ.Χ. αιώνα και είχε χρησιμοποιηθεί κυρίως στη διακόσμηση ιερών αφιερωμένων στις Μούσες ή στις Νύμφες και στις θολωτές οροφές στα λουτρά και στις θερμές. Οι μικρές ψηφίδες κατασκευασμένες από έντονα χρώματα σμάλτου δημιουργούσαν ιριδισμούς που θύμιζαν το νερό. Οι ψηφίδες λοιπόν, ήταν κατασκευασμένες είτε από σμάλτο είτε από υαλόμαζα χρωματισμένη με την προσθήκη μεταλλικών οξειδίων ή φύλλων χρυσού και αργύρου. Η τεχνική επιπλέον του ψηφιδωτού προσαρμοζόταν τέλεια στις κυρτές επιφάνειες των θόλων και των τρούλων. Η αίσθηση γενικά που απέπνεε το ψηφιδωτό ήταν του υπερκόσμιου φωτός και της πολυτέλειας και ταίριαζε συνεπώς στη χριστιανική θρησκεία.
Η ίδια η τεχνική του ψηφιδωτού αποκλείει τις χρωματικές διαβαθμίσεις και τις φωτοσκιάσεις. Αντίθετα ευνοεί τη δυσδιάστατη απεικόνιση των μορφών σ΄ ένα χώρο χωρίς βάθος. Για τους λόγους αυτούς ταίριαζε με τους σκοπούς της Χριστιανικής τέχνης που ήθελε να εκφράσει την πνευματική ουσία μέσω εικονιζόμενων παραστάσεων και για να το επιτύχει αυτό ήθελε να παρουσιάσει τις μορφές απαλλαγμένες από κάθε τι που θα μπορούσε να θυμίζει την υλική και σαρκική υπόσταση.

Ζωγραφική
1) Τοιχογραφία
Προτιμήθηκε για τη διακόσμηση επαρχιακών εκκλησιών. Οι περιφερειακές εκκλησίες δε διέθεταν τα οικονομικά μέσα ώστε να καλύψουν τους τοίχους με τα πιο ακριβά ψηφιδωτά. Η τεχνική που χρησιμοποιείται αυτή την εποχή είναι ένα είδος νωπογραφίας. Πρόκειται για τη ζωγραφική διακόσμηση των τοίχων με χρωστήρα, η οποία χρησιμοποιεί για χρώματα κυρίως χρωματισμένη άργιλο.
Μπορεί η τεχνική της τοιχογραφίας και του ψηφιδωτού να διαφέρει, το στυλ της εικονογράφησης και στις δυο τεχνικές την εποχή αυτή είναι ίδιο. Οι στόχοι της τέχνης ήταν κοινοί και οδήγησαν σε όμοιο αισθητικό αποτέλεσμα.

2) Φορητές εικόνες
Εκτός από τη μνημειακή ζωγραφική των εκκλησιών, στο Βυζάντιο άκμασε και η κατασκευή μικρών φορητών εικόνων. Αυτές φτιαχνόντουσαν πάνω σε ξύλο καλυμμένο με ειδικά επεξεργασμένο πανί και με την τεχνική της αυγό-τέμπερας (χρώματα που διαλύονται σε ένα μείγμα κρόκου αυγού και ξιδιού). Οι ζωγράφοι ξεκινούσαν από μια στρώση καφέ σκούρου χρώματος που κάλυπτε όλη την επιφάνεια της εικόνας και σιγά-σιγά πρόσθεταν πάνω σε αυτή τα χρώματα ξεκινώντας από τους πιο σκούρους τόνους και φτάνοντας στους πιο ανοιχτούς. Οι τελευταίες φωτεινές πινελιές που τοποθετούνταν ήταν οι λάμψεις, τα σημεία στα οποία έπεφτε το φως.

α) Ίδρυση Κωνσταντινούπολης (324 μ.Χ.)-Εικονομαχία (720μ.Χ.): Οι αρχές της Βυζαντινής τέχνης

Κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν στην τέχνη οι συμβάσεις που ακολουθήθηκαν σχεδόν σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Όταν ο χριστιανισμός αναγνωρίσθηκε ως η επίσημη θρησκεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έπρεπε να εφεύρει τους δικούς του αρχιτεκτονικούς τύπους αλλά και την τέχνη που θα τους διακοσμούσε ώστε να στεγάσει τη νέα λατρεία. Μπορεί η αρχαία Ελλάδα να είχε κληροδοτήσει πλούσιες καλλιτεχνικές ανακαλύψεις και συμβάσεις δεν ήταν όμως δυνατό η νέα θρησκεία να τις υιοθετήσει άκριτα και να μην τις διαφοροποιήσει έτσι ώστε να εξυπηρετούν και να εκφράζουν τα δικά της πιστεύω.
Αρχικά η διακόσμηση των εκκλησιών θεωρήθηκε σωστό να μην περιέχει στην ουσία θρησκευτικές εικόνες οι οποίες θα μπορούσαν να παραπλανήσουν τον πιστό ώστε να πιστέψει ότι αυτές οι εικόνες ενσωμάτωναν τον χριστιανικό θεό. Διακοσμούσαν λοιπό τις εκκλησίες με θέματα από τη φύση έχοντας ίσως την πρόθεση να υπονοήσουν τις χαρές του παράδεισου. Γρήγορα η άποψη αυτή άλλαξε. Τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο Α. Νείλος συμβουλεύει για τη διακόσμηση μιας εκκλησίας να ζωγραφιστεί η εικόνα του σταυρού στην αψίδα του ιερού και στις δύο πλευρές του κλίτους σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στα τέλη του 6ου αιώνα ο πάπας Γρηγόριος Α’ θύμισε σε όσους διαφωνούσαν με τις ζωγραφικές παραστάσεις ότι πολλά μέλη της Εκκλησίας δεν ήξεραν να γράφουν ούτε να διαβάζουν και πως οι εικόνες τους ήταν απαραίτητες , όπως είναι η εικονογράφηση στα παιδικά βιβλία.
Η άποψη ότι ο ρόλος της εκκλησιαστικής τέχνης ήταν να διδάξει και να υπενθυμίσει στους πιστούς τις αρχές της χριστιανικής πίστης είχε μεγάλη επίδραση στην μορφή της Βυζαντινής τέχνης. Εφόσον ο σκοπός της τέχνης ήταν διδακτικός το θέμα στις εικόνες έπρεπε να εξιστορείται όσο πιο απλά και καθαρά γινόταν και να παραλείπεται ότι μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή από τον ιερό σκοπό. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι εικόνες περιείχαν ελάχιστα ή καθόλου τοπογραφικά στοιχεία και γρήγορα προτιμήθηκε ένα αφηρημένο, συνήθως χρυσό, φόντο. Οι μορφές που απεικονίζονταν στην εικονογράφηση ενός περιστατικού ήταν όσο το δυνατό λιγότερες: οι πρωταγωνιστές του γεγονότος και ένας ακόμα άνδρας που συμβόλιζε το πλήθος που θα ήταν μάρτυρες στο περιστατικό. Οι ανθρώπινες μορφές είναι σχεδόν πάντα απεικονισμένες κατά μέτωπο ώστε να είναι εύκολα κατανοητές.
Ενώ ο αρχαίος πολιτισμός θεωρούσε τους θεούς του κοντά στον άνθρωπο και στα ανθρώπινα μέτρα, ο Χριστιανισμός είχε τοποθετήσει τον Θεό πολύ υψηλά για τον άνθρωπο. Το σώμα, επίσης στην αρχαιότητα είχε μεγάλη σημασία, ήταν ο ναός της ψυχή και όφειλε να είναι περιποιημένο και όμορφο. Η ομορφιά του σώματος δήλωνε την ομορφιά της ψυχής. Αντίθετα κατά τα Χριστιανικά φιλόσοφοι όπως ο Πλωτίνος τιμούσαν τον ασθενές σώμα γιατί προβάλλει την θνησιμότητα του ανθρώπου και τον παρακινεί να αναπτύξει την πνευματική του ζωή. Ο άνθρωπος με τα υλικά του μάτια έλεγαν οι φιλόσοφοι της εποχής δεν μπορούν να δουν τη θεία πραγματικότητα, άλλα όφειλαν να ασκήσουν την εσωτερική ενόραση για να μπορέσουν να κατανοήσουν την θεία τάξη. Ο αρχαίος λοιπόν πολιτισμός στηριζόταν στην ύλη και επεδίωκαν με την τέχνη να τέρψουν το μάτι. Αντίθετα οι Βυζαντινοί είχαν σκοπό να συγκινήσουν τον απλό λαό. Ο ιλουζιονισμός των αρχαίων λοιπόν εγκαταλείφθηκε. Αντίθετα η μετωπικότητα και η ακινησία των μορφών έγινε το νέο στυλ.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι αιγυπτιακές αντιλήψεις για τη σημασία της σαφήνειας στην παρουσίαση των αντικειμένων επανήλθαν στο προσκήνιο επειδή η εκκλησία είχε ανάγκη από μια τέτοια σαφήνεια . Ο καλλιτέχνης όμως δε χρησιμοποίησε τις απλές μορφές της πρωτόγονης τέχνης αλλά τις εξελιγμένες μορφές της ελληνικής ζωγραφικής. Έτσι η χριστιανική τέχνη στο Μεσαίωνα είναι ένα περίεργο κράμα πρωτόγονων και περίτεχνων μεθόδων. Απομεινάρια της περίτεχνης τέχνης που κληροδότησε ο αρχαίος πολιτισμός μπορούμε να διακρίνουμε στις πτυχώσεις των ρούχων που έχουν όγκο και που αναδεικνύουν τη δομή του σώματος. Στις βραχύνσεις των ανθρώπινων μελών και ακόμα σε κάποια συνημμένα σχήματα που υπονοούν την αίσθηση του βάθους.

Εικονογραφικό Πρόγραμμα
Θεσμοθετήθηκε, συνεπώς, ότι η εκκλησιά θα διακοσμούταν με παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού, την Παλιά Διαθήκη και αγίων. Ταυτόχρονα το ίδιο το λατρευτικό οικοδόμημα θεωρήθηκε σαν ένας μικρόκοσμος κατ’ εικόνα του βασιλείου του Θεού. Υπό αυτές τις συνθήκες το κάθε οικοδομικό τμήμα μιας εκκλησίας απόκτησε σαφή συμβολισμό και απαιτούσε εικονογράφηση η οποία θα ήταν σύμφωνη με το συμβολικό της νόημα.
Κατά συνέπεια, ο τρούλος συμβόλιζε το ουράνιο βασίλειο και εκεί ζωγραφίζεται σχεδόν πάντοτε ο Χριστός. Στις τέσσερις κόγχες που μεσολαβούν ανάμεσα στα τόξα που στηρίζουν τον τρούλο και στον ίδιο τον τρούλο ζωγραφίζονται οι τέσσερις ευαγγελιστές γιατί αυτοί διάδωσαν τη χριστιανική θρησκεία. Κάτω από τα τόξα στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδομικό βάρος του ναού τοποθετούνταν οι μάρτυρες γιατί με τη θυσία τους στηρίξανε τη χριστιανική πίστη. Στους πλάγιους τοίχους στο ύψος των πιστών οι άγιοι στραμμένοι συνήθως προς το ιερό σαν να συμμετέχουν και εκείνοι στη λειτουργία. Στον τοίχο στην αψίδα του ιερού εικονίζεται ο μυστικός Δείπνος (η πρώτη ευχαριστία) και μπροστά του υπάρχει η αγία τράπεζα όπου προετοιμάζεται το τελετουργικό της Ευχαριστίας. Μπαίνοντας στο ναό ο πιστός βλέπει στον ανατολικό τοίχο του πρόναου τον Παράδεισο γιατί η είσοδος στην εκκλησία μπορεί να εξασφαλίσει στον πιστό τον παράδεισο. Αντίθετα φεύγοντας από τον ναό στο δυτικό τοίχο του πρόναου εικονίζεται συνήθως η κόλαση και η Θεία Δίκη σαν τελευταία προειδοποίηση και υπενθύμιση πριν να φύγει από την εκκλησία.

β) Εικονοκλαστική Κρίση (720μ.Χ. –843 μ.Χ.): Στροφή στην τέχνη
Τα αίτια της εικονομαχίας:
1) Οι νίκες των μωαμεθανών κατά χριστιανών θεωρήθηκαν θεϊκή τιμωρία Η ειδωλολατρική λατρεία των εικόνων είχε οργίσει τον Θεό ενάντια τους.
2) Τα μοναστήρια κέρδιζαν οπαδούς μέσω των εικόνων. Ο Λέοντας που ήθελε να περιορίσει τη δύναμη των μοναστηριών για λόγους κυρίως οικονομικούς στράφηκε κατά των εικόνων.
Οι συνέπειες:
Οι πολέμιοι των εικόνων δεν καταδίκαζαν γενικά την τέχνη ούτε και την απεικόνιση εμψύχων. Αποδοκίμαζαν όμως την εικονογράφηση θρησκευτικών σκηνών. Οπότε για άλλη μια φορά οι εκκλησίες διακοσμούνται με κοσμικά θέματα και σταυρούς. Έξω από τους θρησκευτικούς χώρους οι καλλιτέχνες είχαν τη δυνατότητα να εικονίζουν ανθρώπους, να φτιάχνουν πορτρέτα κτλ. Στην περίοδο δηλαδή της εικονομαχίας δεν ίσχυσε η γενική απαγόρευση της απεικόνιση έμψυχων όπως ήταν στο Ισλάμ.
Όταν τελικά υπερίσχυσαν οι εικονολάτρες για να μπορέσει να αιτιολογήσουν την εμμονή τους με τις εικόνες διακήρυξαν ότι οι εικόνες είναι ιερές, ως πραγματικά πορτρέτα του Χριστού και των Αγίων. Ο καλλιτέχνης λοιπόν δεν έχει καμία ελευθερία στην έκφραση, καμιά πρωτοβουλία. Οφείλει να αντιγράφει παλιές εικόνες ώστε να μην χάνεται η πιστότητα του αρχικού πορτρέτου. (μύθος αχειροποιήτων εικόνων)

γ)Δυναστεία Μακεδόνων-Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204): Βυζαντινός κλασικισμός
Κατά τον 9ο αιώνα οι καλλιεργημένοι βυζαντινοί και κατεξοχήν ο λόγιος Φώτιος συζητούν το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες του ωραίου. Στην τέχνη επανέρχεται ένα είδος κλασικισμού που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα, μέτρο, ισορροπία και αρμονία ( στην εποχή των Μακεδόνων).
Κατά συνέπεια η βυζαντινή τέχνη 1) απορρίπτει πια πλήρως κάθε οπτικό τέχνασμα( βράχυνση, συνίζηση κτλ.), την κίνηση και την αφηγηματικότητα που είχε κληρονομήσει από τη ρωμαϊκή τέχνη. 2) Το φως δεν έρχεται από κάποια εξωτερική πηγή αλλά φωτίζει όλες τις μορφές εξίσου. 3) Τα ανθρώπινα πρόσωπα σχηματίζονται ασκητικά με λεπτά χαρακτηριστικά (μύτη και χείλια), οβάλ πρόσωπο και γαλήνια έκφραση.
Επί Κομνηνών (11ος) η τάση αυτή στρέφεται στον εκλεπτυσμό στη λεπτότητα και στη χάρη. Η τέχνη χάνει τη σοβαρότητα που ανέδειξε τον προηγούμενο αιώνα και γίνεται ολοένα πιο διακοσμητική.

δ) Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1204-1453): Η τελευταία αναλαμπή της βυζαντινής τέχνης
Μετά το 1204 το ηθικό των βυζαντινών έχει καταρρεύσει. Η Κωνσταντινούπολη το κέντρο του κόσμου τους είχε καταληφθεί και λεηλατηθεί από ομόθρησκους. Ακόμα και όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη είχε ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς λίγα μνημειώδη έργα κατασκευάστηκαν για να αντικαταστήσουν τα παλιά. Μόνο στην εποχή των Παλαιολόγων αναβιώνει το ανθρωπιστικό ιδεώδες και μαζί με αυτό τα γράμματα και η τέχνη. Τη εποχή που η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε οριστικά από τους Τούρκους γνώριζε μια νέα ακμή που ποτέ όμως δεν ολοκληρώθηκε. Πιστεύεται ότι υπήρχε μια νέα τάση επαναφοράς των κλασσικών ιδεωδών, όπως είχε συμβεί και την εποχή των μακεδόνων.

No comments: