Thursday, January 26, 2012

Το λιμάνι της Χάβρης (Le Havre)- Aki Kaourismaki


Αν και ο Φιλανδός Καουρισμάκι είναι ένας σκηνοθέτης με αρκετές ταινίες στο βιογραφικό του στην Ελλάδα έγινε γνωστός κυρίως με το Ο άνθρωπος χωρίς Παρελθόν του 2002, όπου παρουσίασε τη χαμηλότερη κοινωνική τάξη της Β. Ευρώπης, τους ανθρώπους που ζουν σχεδόν έξω από το κοινωνικό σύστημα των οργανωμένων αυτών χωρών. Ανάλογο θέμα αλλά και ατμόσφαιρά έχει η φετινή του ταινία, το Λιμάνι της Χάβρης. Σήμερα όμως υπό τις νέες συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα η ταινία αυτή αποδεικνύεται πιο εύστοχη και πιο επίκαιρη.
Η υπόθεση: Ο ήρωας Marcel Marx είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας που δουλεύει ως λούστρος στους δρόμους και ζει με την γυναίκα του σε μια φτωχική συνοικία της Χάβρης. Ένα βράδυ η γυναίκα του αρρωσταίνει και όταν πηγαίνει στο νοσοκομείο της λένε ότι έχει καρκίνο και λίγες πιθανότητες να επιβιώσει. Εκείνη κρύβει το γεγονός από τον άνδρα της και του ζητάει να μην την επισκέπτεται ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί στην θεραπεία της. Ο Marcel τριγυρνάει στους δρόμους της πόλη δουλεύοντας, όταν συναντά ένα μικρό αγόρι λαθρομετανάστη που τον κυνηγάει η Γαλλική αστυνομία. Ο Marcel τον περιθάλπει και προσπαθεί να βρει την οικογένειά του. Σύντομα μαθαίνει ότι η μητέρα του μικρού ζει και δουλεύει στο Λονδίνο. Ενώ η αστυνομία αρχίζει να τον υποπτεύεται, ο Marcel συνωμοτεί με την υπόλοιπη γειτονιά, ώστε να μαζέψει χρήματα και να πληρώσει τους ναυτικούς που λαθραία θα οδηγήσουν το παιδί στην Αγγλία. Με τη βοήθεια ενός αστυνομικού που αρνείται να καταδιώξει ένα αθώο αγόρι και που καλύπτει τον Marcel, το σχέδιο στέφεται με επιτυχία και το παιδί αναχωρεί για την Αγγλία. Ο Marcel επισκέπτεται στο νοσοκομείο τη γυναίκα του όπου οι γιατροί του λένε ότι από θαύμα η γυναίκα του έχει θεραπευτεί. Μαζί γυρνάνε σπίτι.
Ο Καουρισμάκι μαζεύει μια ομάδα ηθοποιών που αν και δεν έχουν την ομορφιά και τη λάμψη των αστέρων του Hollywood έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τα πρόσωπά τους φθαρμένα και ηλικιωμένα τραβούν αμέσως το βλέμμα του θεατή καθώς μοιάζουν οικεία και είναι τόσο συμπαθητικά. Πίσω από αυτά τα πρόσωπα κρύβεται μια ομάδα ηθοποιών με μεγάλο παρελθόν και πείρα και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατορθώνουν να δώσουν βάθος και υπόσταση σε χαρακτήρες που δεν διαθέτουν μεγάλο κινηματογραφικό χρόνο. Φυσικά, τα πρωτεία πάνε στον πρωταγωνιστή André Wilms ο οποίος στηρίζει αυτή των χαμηλών τόνων ταινία με τον τρόπο που ερμηνεύει την φτωχική αλλά και άκρως φιλοσοφημένη φιγούρα του Marcel. Αντίστοιχα εύσημα πρέπει να αποδοθούν στην Kati Outinen που παίζει τη γυναίκα του ήρωα την Arletti, καθώς χωρίς σχεδόν καθόλου λόγια και με πολύ μικρές εκφράσεις μεταδίδει τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας. Ο μικρός Αφρικανός παίζεται από ένα νεόκοπο ηθοποιό, τον Blondin Miguel. Αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για τον πρώτο του ρόλο η ερμηνεία του είναι ικανοποιητική. Επισκιάζεται, όμως, από τις ερμηνείες των παλαιότερων.
Και σε αυτό το έργο όπως και στο ο Άνθρωπος χωρίς παρελθόν οι ήρωες του Καουρισμάκι είναι οι φτωχοί. Η φτώχια, όμως, δεν σημαίνει εξαθλίωση και απελπισία. Αντίθετα, συνδυάζεται με την αίσθηση της προσωπική υπερηφάνειας, της ατομικής αξιοπρέπειας και με συναισθήματα άπειρης ανθρωπιάς και συντροφικότητας. Ο Marcel μπορεί να είναι ένας λούστρος. Κάνει, όμως περήφανα τη δουλειά, κάνοντας την σωστά. Αν και φτωχός δεν παύει να έχει ένα σωρό από μικρές πηγές ευχαρίστησης που ομορφαίνουν την ζωή του: τη συντροφιά και το δείπνο με τη γυναίκα του, τους περιπάτους την πόλη με το σκύλο του, ένα απλό κολατσιό σε ένα μικρό και φτηνό μαγαζί και ένα βραδινό ποτήρι κρασί στο μπαρ με φίλους και γείτονες. Δεν φαίνεται να στερείται κάτι επειδή δεν έχει χρήματα και όταν έρθει η ώρα δεν θα διστάσει καθόλου να δώσει όσα έχει για να βοηθήσει κάποιον άλλο. Στο ίδιο κλίμα λειτουργούν και οι υπόλοιποι φτωχοί γείτονες ώστε ο Marcel να μην είναι η εξαίρεση, ο Ήρωας, αλλά ένας απλός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους.
Μουντοί φωτισμοί, παλαιά και φθαρμένα εσωτερικά σπιτιών  και κτιρίων εντείνουν την αίσθηση της φτώχιας και της παρακμής. Παρά ταύτα ο σκηνοθέτης επιλέγει να τα παρουσιάσει με μια ρομαντική διάθεση και νοσταλγία. Έτσι, τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα του έργου είναι τα όμορφα μηχανοκίνητα παλαιότερων δεκαετιών που σήμερα μάλλον ανήκουν σε κάποια λέσχη κλασικού αυτοκινήτου και επιστρατεύτηκαν ειδικά για την ταινία. Οι καναπέδες στο μπαρ είναι σκεπασμένοι με κόκκινο βινύλιο. Οι τοίχοι στο σπίτι είναι βαμμένοι με το μπλε στης δεκαετίας του ’50. Το φόρεμα της Arletti, κίτρινο με λουλουδάκια και φουσκωτά μανίκια μοιάζει επίσης να έχει βγει από τη δεκαετία αυτή. Η ταινία όμως αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή, στο παρόν, μια και τα χρήματα στα οποία συναλλάσσονται οι χαρακτήρες είναι τα ευρώ. Όλα αυτά τα αντικείμενα των άλλων δεκαετιών δίνουν την αίσθηση του φτωχικού, του παλαιού και του πολύ-χρησιμοποιημένου μεταφέροντας όμως ταυτόχρονα μια όμορφη ρομαντική εικόνα και όχι μια εικόνα εξαθλίωσης.
Ο Καουρισμάκι αποδεικνύει λοιπόν το χάρισμά του στη σκηνοθεσία ακριβώς χάρη σε αυτό το mise en scène (γαλλικός κινηματογραφικός όρος που περικλείει οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από την κάμερα: φωτισμός, αντικείμενα, κουστούμια, σκηνικά, ηθοποιοί κ.τ.λ τα οποία δημιουργούν την εικαστική ατμόσφαιρα της ταινίας), το οποίο δίνει μια αίσθηση μαγείας και αισιοδοξίας σε μια ιστορία που κανονικά θα ήταν μια θλιβερή πραγματικότητα.
Σκηνοθετικά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πρώτη σκηνή του έργου όπου ο Marcel και ο συνάδελφός του Chang κοιτάνε τα παπούτσια των περαστικών. Καθώς το πλάνο επικεντρώνεται στα πόδια και στα παπούτσια όσων περνούν ο θεατής αναρωτιέται γιατί βλέπει αυτή την εικόνα. Μόνο λίγο αργότερα συνειδητοποιεί ότι μοιράζεται την οπτική γωνία του  Marcel και του Chang και ότι για αυτούς τα παπούτσια των άλλων είναι σημαντικά γιατί αποτελούν την πηγή του εισοδήματος τους. Τα πλάνο αυτό επιταχύνει την ταύτιση του θεατή με τους ήρωες και την εμπάθεια του καθώς αντιλαμβάνεται και συμμερίζεται τα αισθήματα τους. Και οι δύο προσμένουν να εμφανιστεί κάποιος με δερμάτινα παπούτσια ο οποίος μπορεί να είναι πελάτης τους. Καθώς περνούν κυρίως παπούτσια αθλητικά, πάνινα και συνθετικά ο θεατής συνειδητοποιεί ότι το επάγγελμα τους ανήκει ήδη στο παρελθόν.
Μέσα στα πλαίσια του ρομαντισμού αυτού και της αφελής σχεδόν αισιοδοξίας κινείται και το σενάριο. Μόνο εάν αφεθείς μπορεί να αποδεχτείς ότι ο Marcel κατορθώνει το αδύνατο, ότι οι γείτονες παρά τις αντιθέσεις τους συνασπίζονται και ότι ο αστυνομικός βγαίνει από το ρόλο του και παρανομεί. Μόνο επίσης υπό τη σύμβαση ενός παραμυθιού μπορείς να δεχτείς το αίσιο τέλος και τη μαγική θεραπεία της Arletti. Ακόμα όμως και εάν το Λιμάνι της Χάβρης δεν είναι απόλυτα αληθινό παραδίδει ένα πέρα για πέρα αληθινό δίδαγμα που ως κοινωνία σε κρίση το έχουμε ανάγκη: Το χρήμα και η επαγγελματική αποκατάσταση δεν ορίζει τι είδους άνθρωπος είσαι. Η αξία σου ορίζεται από την προσωπική σου περηφάνια και από την ανθρωπιά σου.

No comments: