Friday, November 29, 2013

Searching for Sugar Man- Malik Bendjelloul: Ένα ντοκιμαντέρ επιστημονική φαντασία

 Ένα ντοκιμαντέρ που κέρδισε το όσκαρ στην κατηγορία του το 2012 και έκανε τον Sixto Rodriguez επιτέλους διάσημο στη χώρα του (μην διαβάσετε εάν θέλετε η ταινία να διατηρήσει τις εκπλήξεις της).

Η Υπόθεση
Ο Sixto Rodriguez είναι ένας Αμερικάνος μουσικός που ζει στο Ντιτρόιτ. Στις αρχές του '70 έκανε δύο δίσκους που στο μουσικό τους και στιχουργικό τους ύφος θύμιζαν τον Bob Dylan. Παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί του πίστευαν ότι οι δίσκοι αυτοί θα ήταν μεγάλη επιτυχία, στην Αμερική πούλησαν ελάχιστα και σε λίγα χρόνια το όνομα του Rodriguez είχε σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί. Στην Νότια Αφρική όμως, η μουσική του έγινε πιο διάσημη από τη μουσική του Έλβις και αποτέλεσε τον ύμνο της αντίστασης των φιλελεύθερων λευκών κατά του απαρτχάιντ. Στη Νότια Αφρική υπήρχε η φήμη ότι ο μυστηριώδης αυτός μουσικός είχε αυτοκτονήσει στη σκηνή μέχρι τη στιγμή που δύο μουσικόφιλοι αποφάσισαν να τον ψάξουν και να ταχτοποιήσουν τον μουσικό που είχε τόσο μεγάλη επίδραση στη χώρα τους. Τότε με έκπληξη ανακαλύπτουν ότι είναι ζωντανός, ένας φτωχός χειρώνακτας εργάτης των βιομηχανιών του Ντιτρόιτ. Τον κάλεσαν  στη Ν. Αφρική όπου έδωσε πολύ πετυχημένες συναυλίες. Η επιτυχία του Rodriguez ελάχιστα άλλαξε την ζωή του στην Αμερική

Η σκηνοθεσία και η δομή
Αν και το έργο είναι ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο αφηγείται μια πραγματική ιστορία, διαθέτει έντεχνη σκηνοθεσία. Ο Malik Bendjelloul φροντίζει να παρουσιάσει την ιστορία του από τη σκοπιά των μουσικόφιλων της Ν. Αφρικής. Αν και το ερώτημα που κινητοποιεί την αφήγηση είναι το ποιός είναι ο Sixto Rodriguez, στην πραγματικότητα το έργο δεν παρουσιάζει τη δική του ιστορία αλλά την πορεία των Ν. Αφρικανών που τον αναζητούσαν και του μύθου που είχε δημιουργήσει η μουσική  και το όνομά του στη χώρα αυτή. Η συγκεκριμένη οπτική γωνία προσφέρει στον Malik Bendjelloul  σημαντικά πλεονεκτήματα. Καταρχάς μπορεί να τη δομήσει με ένα τρόπο ο οποίος θα του εξασφαλίσει τις εκπλήξεις και τις ανατροπές που συνήθως περιέχει ένα έργο μυθοπλασίας. Επιπλέον μπορεί να παραλείψει ορισμένα στοιχεία της ιστορίας και να υπερτονίσει άλλα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο ό, τι στην ιστορία του είναι πιο εντυπωσιακό.


Το Ψάχνοντας τον Σούγκαρμαν χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο αναφέρεται η ιστορία του Sixto Rodriguez στην Αμερική. Σε αυτό το μέρος ο ίδιος καλλιτέχνης στην ουσία δεν εμφανίζεται καθόλου. Αν και υπάρχουν λίγες εικόνες από τις εμφανίσεις του σε μπαρ, η μορφή του μένει κρυμμένη πίσω από τον κακό φωτισμό και τους καπνούς.  Ο σκηνοθέτης σκόπιμα αποκρύπτει και την εικόνα του αλλά και άλλες πληροφορίες γι' αυτόν που θα ήταν σαφώς γνώστες στους μουσικούς παραγωγούς που παρουσιάζονται σε αυτό το μέρος, ώστε να ενισχύσει το μυστήριο γύρω από τη μορφή του και να εξάψει την περιέργεια των θεατών.

Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην τρομερή επιτυχία που έκανε η μουσική του στην Ν. Αφρική και στον συμβολισμό που σταδιακά απέκτησε ενάντια στο απαρτχάιντ. Στο πρώτο και δεύτερο μέρος ακούγεται αρκετά συχνά η φήμη ότι ο Sixto Rodriguez με τον ένα ή άλλο τρόπο αυτοκτόνησε πάνω στη σκηνή. Στο τρίτο λοιπόν μέρος όταν οι μουσικόφιλοι της Ν.Αφρική επιχειρούν να ταχτοποιήσουν τον μουσικό έρχεται η μεγάλη έκπληξη και ανατροπή του έργου καθώς αποδεικνύεται ότι ο Rodriguez ακόμα ζει.

Επιπλέον, ο Malik Bendjelloul φροντίζει να παραλείψει ένα μέρος της αλήθειας. Η παράλειψη αυτή μπορεί και πάλι να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι την ιστορία αυτή στην ουσία τη διηγούνται οι Ν. Αφρικανοί, οι οποίοι αποκλεισμένοι στη χώρα τους  διέθεταν λίγες πληροφορίες. Στην πραγματικότητα ο Rodriguez ποτέ δεν εξαφανίστηκε με τον τρόπο που φαίνεται στην ταινία. Οι δίσκοι του πούλησαν στην Αυστραλία και σε μικρότερο βαθμό στην Ευρώπη. Έκανε μάλιστα συναυλίες στην Αυστραλία. Ακόμα και στην Αμερική αρκετοί μουσικόφιλοι τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Η αλήθεια λοιπόν- όπως συνήθως άλλωστε- είναι πολύ πιο περίπλοκη από την ιστορία που παρουσιάζεται στο έργο. Ο σκηνοθέτης, όμως, επιλέγει να παραλείψει και να απλοποιήσει ώστε να τονίσει το εκπληκτικό σχεδόν σουρεαλιστικό γεγονός ότι ο Rodriguez στην πατρίδα του ήταν ένας εντελώς άσημος άνθρωπος ενώ ταυτόχρονα στη Ν. Αφρική ήταν όχι μόνο διάσημος μουσικός αλλά και ένας αγαπημένος ήρωας. Με τον τρόπο αυτό ένα "πραγματικό" γεγονός  παίρνει τη διάσταση ενός έργου επιστημονικής φαντασίας που διαπραγματεύεται παράλληλα σύμπαντα. 


Ειδικά στο τρίτο μέρος γίνεται προφανές ότι η πραγματική ιστορία αφορά τους μουσικόφιλους και όχι τον ίδιο τον Sixto Rodriguez. Όσο και εάν το κινητήριο ερώτημα για την αφήγηση είναι η ταυτότητά του, στο τελευταίο μέρος  όταν η εικόνα του Rodriguez αποκαλύπτεται, η μορφή του παραμένει μυστήρια. Γι' αυτόν μιλάνε κυρίως οι κόρες του και οι συνάδελφοί του, που περισσότερο τονίζουν στοιχεία της προσωπικότητας τού παρά την καλλιτεχνική του διάσταση. Ο ίδιος ο Rodriguez διστάζει να μιλήσει μπροστά στην κάμερα, να εξηγήσει τους στίχους του ή να περιγράψει τα αισθήματά του μπροστά στην αναπάντεχη φήμη του. Ακόμα λοιπόν και εάν ο θεατής κατορθώνει να μάθει κάτι για τον άνθρωπο Rodriguez, εξακολουθεί να διερωτάται για το μουσικό και καλλιτέχνη που δημιούργησε τους μεστούς αυτούς στίχους. Το βασικό λοιπόν ερώτημα της αφήγησης παραμένει αναπάντητο γιατί ο μύθος του καλλιτέχνη γενικότερα και του Rodriguez ειδικότερα παραμένει ανεξιχνίαστος και ακατανόητος, όπως άλλωστε οφείλει. Το πραγματικό άλλωστε νόημα του έργου ίσως να είναι ακριβώς αυτό: πως το έργο ενός καλλιτέχνη δημιουργεί το μύθο και ξεπερνάει κατά πολύ τον ίδιο τον άνθρωπο.

Και τα περεταίρω:
Στην ουσία όλη αυτή η στρατηγική εκμετάλλευση του υλικού από τον Malik Bendjelloul απομακρύνει το έργο από το ήθος και το ύφος ενός πραγματικού ντοκιμαντέρ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να απομακρυνθεί από την πιστή καταγραφή της πραγματικότητας για να δημιουργήσει ένα έργο πιο αγωνιώδες και αναπάντεχο. Το γεγονός αυτό δεν υποβιβάζει το πραγματικό νόημα του έργου, αλλά θέτει ένα ζήτημα ηθικής: σε καιρούς που οι τηλεοπτικές ειδήσεις σκηνοθετούνται και οι φωτογραφίες ρεπορτάζ- περνούν από ηλεκτρονική επεξεργασία πως προσφέρει κανείς το όσκαρ του ντοκιμαντέρ σε μια ταινία τόσο έντονα μυθοπλαστική;

και επειδή η ταινία είναι για τη μουσική δεν μπορώ να αντισταθώ:




Monday, November 18, 2013

Io e Tu (εγώ και εσύ)- Bernardo Bertolucci

 Το πιο πρόσφατο έργο του Bertolucci μοιάζει περισσότερο με την πρώτη απόπειρα ενός νεόκοπου σκηνοθέτη παρά με το δημιούργημα της ωριμότητας ενός τόσο γνωστού ονόματος.

Υπόθεση
Ο Λορέντζο είναι ένας προβληματικός έφηβος που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί και διαρκώς απομονώνεται ακούγοντας μουσική με τα ακουστικά του. Όταν η τάξη του ετοιμάζεται να πάει εκδρομή στα χιόνια, παίρνει τα χρήματα της εκδρομής, αγοράζει προμήθειες και τελικά περνάει μια εβδομάδα στο υπόγειο του σπιτιού του κρυφά από όλους. Ένα βράδυ η ετεροθαλής αδελφή του τον εκβιάζει να την αφήσει να μείνει μαζί του εκεί, καθώς χρειάζεται ένα μέρος εως ότου να κατορθώσει να αποτοξινωθεί από την ηρωίνη που παίρνει. Στο διάστημα αυτό τα δύο αδέλφια γνωρίζονται μεταξύ τους, συγκρούονται και τελικά συμφιλιώνονται.

Ηθοποιία
Και οι δύο πρωταγωνιστές παραδίδουν πολύ καλές ερμηνείες σε δύο ρόλους αρκετά απαιτητικούς. Ειδικά ο νεαρός Jacopo Olmo Antinori είναι εντυπωσιακά καλός στο ρόλο του Λορέντζο, που είναι και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του.

Σκηνοθεσία
Δυστυχώς το Εγώ και Εσύ δύσκολα μπορεί να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων που προκαλεί το όνομα του Bernardo Bertolucci. Το έργο περιορίζεται σε ένα σκοτεινό βρώμικο υπόγειο και διαθέτει ελάχιστα εξωτερικά πλάνα. Ο αυστηρά περιορισμένος χώρος είναι σαφώς μια σκηνοθετική πρόκληση την οποία ο Bertolucci αντιμετωπίζει με μαστοριά. Αλλάζει διαρκώς τη γωνία λήψης και το κάδρο κατορθώνοντας να δημιουργήσει οπτικό ενδιαφέρον ώστε να μην κουράζει τον θεατή, χωρίς ταυτόχρονα να τον αποπροσανατολίζει. Τα λίγα εξωτερικά του πλάνα δείχνουν για μία ακόμη φορά την ικανότητα του να χειρίζεται καλά το φως και να δημιουργεί όμορφα πλάνα. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να εκτιμηθούν στην πρώτη προσπάθεια ενός φιλόδοξου σκηνοθέτη αλλά δεν αρκούν για τον Bertolucci που έχει στο βιογραφικό του ταινίες όπως τον Τελευταίο Αυτοκράτορα (1987) και το The Conformist (1970).

Και τα περεταίρω (ας μην διαβάσει παρακάτω όποιος δεν θέλει να γνωρίζει πως εξελίσσεται η ιστορία)
Αν το Εγώ και Εσύ διαθέτει τεχνική, δεν διαθέτει νόημα. Η ιστορία δύο προβληματικών νέων που  είναι αναγκασμένοι να μοιραστούν ένα στενό και άθλιο χώρο για μία εβδομάδα και που χάρη σε αυτή την εβδομάδα συνδέονται συναισθηματικά δεν αρκεί για να δώσει στον θεατή την αίσθηση ότι παρακολούθησε ένα ολοκληρωμένο έργο.
Επίσης οι έμμεσες αναφορές και τα υπονοούμενα που πραγματοποιούνται , δεν κατορθώνουν να το μετατρέψουν σε κάτι περισσότερο από ένα δράμα δωματίου. Για παράδειγμα η πτώση της δούκισσας, της πρώην ιδιοκτήτριας του σπιτιού του Λορέντζο, στην οικονομική ανέχεια και το γεγονός ότι ο πατέρας εγκατέλειψε τη λαϊκότερη μητέρα της Ολίβια για την πιο λαμπερή μητέρα του Λορέντζο είναι δύο στοιχεία που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως κοινωνικά σχόλια. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν υποστηρίζονται αρκετά από τη δομή του έργου ώστε η ταινία να αποκτήσει και άλλες προεκτάσεις.

Το  Εγώ και Εσύ διαθέτει "ανοικτό τέλος" . Το τέλος αυτό αποτελεί επίδρασή από τη Νουβελ Βάγκ και συγκεκριμένα από τα 400 χτυπήματα (1959) του Τρυφώ. Στα 400 χτυπήματα το ανοικτό τέλος ενδυναμώνει το νόημα του έργου μεταφέροντας την αίσθηση μιας επανάληψης στην οποία μοιάζει παγιδευμένος ο ήρωας Αντουαν εξαιτίας του κοινωνικού συστήματος. Εδώ, αντίθετα, το ανοικτό τέλος αποδυναμώνει το έργο.  Αν και όλη η υπόθεση στηρίζεται στην εσωτερική διαδρομή που οι ήρωες διανύουν μέσα σε αυτές τις 7 μέρες είναι αμφίβολο εάν πράγματι πετυχαίνουν την ωρίμανση. Μπορεί η Ολίβια να υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει χρήση ναρκωτικών, αλλά βάζει στην τσέπη της το πακέτο τσιγάρων με την τελευταία δόση. Ο Λορέντζο δε είπε ότι δεν θα κρύβεται και ότι θα κοινωνικοποιηθεί αλλά το τελευταίο πλάνο παγώνει στο πρόσωπό του ενώ ακούει ως συνήθως μουσική με τα ακουστικά του. Εάν λοιπόν οι ήρωες αποτυγχάνουν να ξεφύγουν από την επανάληψη στην οποία οι ίδιοι έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους, τότε ποιά η σημασία της όλης αυτής εμπειρίας;  Όπως λοιπόν αμφισβητείται εάν οι ήρωες έμαθαν κάτι για τον εαυτό τους, έτσι υπάρχουν αμφιβολίες εάν το φιλμ αυτό έχει να προσφέρει κάτι στον θεατή.

Tuesday, November 05, 2013

Ain't Them Bodies Saints (Μείνε Δίπλα Μου)- David Lowery: Ένα έργο με δάνεια από το κινηματογραφικό παρελθόν

Ο σχετικά νέος σκηνοθέτης David Lowery κατόρθωσε με το λιτό αυτό έργο να αποσπάσει το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Sundance φεστιβαλ (φεστιβάλ ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου)

Υπόθεση:
Στο Τέξας της δεκαετίας του '70 ο Μπομπ και η Ρούθ είναι ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένων παρανόμων. Σε μια ένοπλη συμπλοκή τους με την αστυνομία η Ρουθ πληγώνει ένα αστυνομικό, πριν να αναγκαστούν να παραδοθούν. Ο Μπομπ αναλαμβάνει όλη την ευθύνη των εγκληματικών ενεργειών τους αλλά και του τραυματισμού του αστυνομικού ώστε η Ρουθ, που είναι έγκυος στο παιδί τους, να μην φυλακιστεί. Τέσσερα χρόνια μετά η Ρουθ έχει εγκλιματιστεί σε μια "φυσιολογική" ζωή μεγαλώνοντας την κόρη τους. Την φλερτάρει ο αστυνομικός, Πάτρικ, που είχε πυροβολήσει αλλά εκείνη εξακολουθεί να αγαπάει τον Μοπμπ, από τον οποίο παίρνει καθημερινά γράμματα. Ο Μοπμπ δραπετεύει από τη φυλακή επιθυμώντας να πάρει τα χρήματα που έχει κρύψει, την Ρουθ και την κόρη τους και να διαφύγει μαζί τους, μακριά από το Τέξας και την αστυνομία που τον αναζητά. Η απόδραση του θα βάλει στο επίκεντρο της προσοχής τη Ρουθ και θα ξεκινήσει ένα κυνηγητό με διώκτες όχι μόνο τους αστυνομικούς αλλά και άλλους εγκληματίες που ζητούν να εκδικηθούν τον Μπομπ.


Ηθοποιία:
Αν και η αφήγηση της υπόθεσης μοιάζει να περιέχει πολλή δράση, το έργο βασίζεται κυρίως στη σκιαγράφηση των κεντρικών χαρακτήρων. Για το λόγο αυτό ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η ερμηνεία της Rooney Mara (Το κορίτσι με το Τατουάζ) η οποία κατορθώνει κυρίως μέσα από βλέμματα και την κίνηση του σώματός της και με ελάχιστα λόγια να δημιουργήσει μια Ρούθ που είναι ταυτόχρονα εκφραστική και αινιγματική. Στη Ρουθ είναι εμφανής η αγάπη της για την κόρη της και από αυτή την εξιλεωτική πλευρά του χαρακτήρα της πηγάζουν σχεδόν όλα τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς της: η δύναμή της, η ωριμότητά της και το θάρρος της. Από την άλλη τα λιγοστά λόγια της και τα σκοτεινά μάτια της αφήνουν τον θεατή να διερωτάται σε ποιό βαθμό αισθάνεται ενοχή ή αποστροφή για τα προηγούμενα εγκλήματά της.

Συγκινητικός επίσης  στο ρόλο του αστυνομικού Πάτρικ είναι ο Ben Foster, παρουσιάζοντας ικανότητες που δεν είχε την ευκαιρία να επιδείξει σε παλιότερους ρόλους. Ακόμα και εάν ο ρόλος αυτός διαθέτει λιγοστές ατάκες ο Ben Foster κατορθώνει να του δώσει μια ξεχωριστή ευαισθησία καθώς τα αισθήματα αντανακλώνται με ήπιο τρόπο διαρκώς στο πρόσωπό του.

Συγκριτικά ο Casey Affleck στο ρόλο του Μπομπ δεν διαθέτει την ίδια διακριτική και πετυχημένη ερμηνεία. Ο ίδιος όμως ο χαρακτήρας του Μοπμπ ο οποίος μοιάζει μάλλον με έναν ανώριμο έφηβο, ασυλλόγιστο, γεμάτος δηλώσεις αιώνιας αγάπης, βίαιο και φωνακλά, ίσως δεν επιτρέπει μια διαφορετική προσέγγιση.


Σκηνοθεσία και επιρροές:
Ο David Lowery ανήκει σαφώς στην πιο σύγχρονη γενιά σκηνοθετών που γνωρίζουν καλά την κινηματογραφική ιστορία. Το Μείνε Δίπλα Μου λοιπόν είναι διαποτισμένο από αναφορές σε παλιότερες ταινίες. Καταρχάς ο Μπομπ και η Ρουθ βαδίζουν στα χνάρια  διάσημων ζευγαριών τα οποία συνδυάζουν τον μεγάλο έρωτα με την πλήρη αδιαφορία για τον νόμο και την κοινή ηθική όπως αυτά της Μπόνι και του Κλάιντ ή του Κιτ και της Χόλι. Επιπλέον τοποθετεί την ιστορία του μέσα στο '70 ακριβώς γιατί επιθυμεί να μνημονεύσει την αισθητική των έργων αυτών που πραγματοποιήθηκαν την ίδια εποχή. Ειδικά από το Badlands (1973) του Terrence Malick παίρνει το χρυσό φως που σε μεγάλο βαθμό διέπει όλο το έργο.
Bonnie and Clyde

Ταυτόχρονα στο Μείνε Δίπλα Μου πραγματοποιείται μία ακόμα έμμεση αναφορά στο κινηματογραφικό παρελθόν. Ο χώρος της ιστορίας είναι το Τέξας, το επίκεντρο της Άγριας Δύσης των γουέστερν. Ακόμα και εάν το είδος αυτό μοιάζει να έχει πεθάνει, ο μύθος που έχει αφήσει πίσω του στον κινηματογραφικό χώρο είναι τεράστιος. Στην ουσία μάλιστα οι γκανγκστερικές ταινίες των παράνομων ζευγαριών, που Άγριας Δύσης και του γουέστερν πραγματοποιείται κυρίως στη σκηνή που οι κυνηγοί του Μπομπ μπαίνουν στο μαγαζί του Σκέριτ, του γέρου άνδρα που επιχειρεί να προστατέψει τη Ρούθ. Σε μια βιτρίνα του μαγαζιού βρίσκεται ένα παλιό πιστόλι, ακουμπισμένο δίπλα σε μια λίστα ονόματα ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους από αυτό το όπλο. Η αναφορά στην εποχή που ο νόμος ήταν στα χέρια των ανθρώπων είναι εμφανής. Άλλωστε μονάχα μέσα σε αυτό πλαίσιο μπορεί να δικαιολογηθεί ο χαρακτήρας του Σκέριτ που απειλεί ότι θα τουφεκίσει όποιον βάλει σε κίνδυνο την Ρούθ και την κόρη της.
αναφέρθηκαν παραπάνω,  σε μεγάλο βαθμό αποτελούν την μετεξέλιξη του είδους του γουέστερν. Η μνεία του μύθου της

Badlands 

Εξαιτίας όλων αυτών των δανείων και των αναφορών το Μείνε Δίπλα Μου μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των θεατών για να μπορέσει να εκτιμήσει τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την αισθητική του έργου θα πρέπει ίσως πρώτα να ξεπεράσει τα εμπόδια του αργού ρυθμού, του υποτονικού σεναρίου, των ελάχιστων διαλόγων και της ακόμη μικρότερης δράσης. Για όσους όμως αναγνωρίζουν τις κινηματογραφικές αναφορές το Μείνε Δίπλα Μου είναι πιο περίτεχνο γιατί χάρη σε αυτές διαθέτει ανατροπές και σε ένα βαθμό εκπλήξεις. Ο David Lowery μπορεί από την αρχή να παρουσιάζει το ζευγάρι του πάθους και της παρανομίας αλλά αρνείται να ακολουθήσει την ξέφρενη πορεία του στο έγκλημα και στον θάνατο. Κόντρα στις προσδοκίες που δημιουργεί αποφασίζει να επικεντρωθεί στην ώριμη και καταλαγιασμένη Ρούθ. Και εάν υπονοεί ότι ο γέρος Σκέριτ  θα είναι ο "μοναχικός καβαλάρης" που θα προστατέψει το καλό και το σύμβολο του πολιτισμού (παραδοσιακά η γυναίκα ήταν το σύμβολο του καλού και του πολιτισμού στα γουέστερν), τελικά αποδεικνύεται ανίσχυρος και σκοτώνεται, ενώ ο αστυνομικός εξουδετερώνει τον εγκληματία, επιβεβαιώνοντας την έννομη τάξη. Μπορεί οι αλλαγές αυτές να μην αποτελούν εκπλήξεις -σοκ, αλλά για τον θεατή που κουβαλάει την ανάμνηση και τη νοσταλγία των παλιότερων ταινιών αφήνουν μια θετική επίγευση και ένα σεβασμό σε μια από τις πρώτες απόπειρες ενός νέου σκηνοθέτη.